Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estrattóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [estratˈtore]

1 εξολκέας
2 μηχανή διαχωρισμού σε σοδειά
3 χτύπημα πτώσης (νοκάουτ)
4 εργαλείο γδυσίματος καλωδίων
5 οδοντάγρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estratto estrazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estrarre (ρ. μτβ.)
estraterritoriale (επίθ.)
estrattivo (αρσ. επίθ και ουσ)
estratto (ουσ αρσ )
estratto (επίθ.)
estrattore (ουσ αρσ )
estrazione (θηλ.ουσ)
estrema (θηλ.ουσ)
estremamente (επίρ.)
estremismo (ουσ αρσ )
estremista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
estremistico (επίθ.)
estremità (θηλ.ουσ)
estremo (ουσ αρσ )
estremo (επίθ.)
estrinsecare (ρ. μτβ.)
estrinsecarsi (ρ.μ. (αντων.))
estrinsecazione (θηλ.ουσ)
estrinseco (επίθ.)
estro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---