Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόestremità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [estremiˈta] η άκρη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαle estremità [θηλ. πλυθ. άκλ.] = (arti) τα άκρα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |