Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estrògeno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈtrɔʤeno]

οιστρογόνο

estrògeno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [esˈtrɔʤeno]

οιστρογόνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estroflessione estromettere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estrinsecarsi (ρ.μ. (αντων.))
estrinsecazione (θηλ.ουσ)
estrinseco (επίθ.)
estro (ουσ αρσ )
estroflessione (θηλ.ουσ)
estrogeno (ουσ αρσ )
estrogeno (επίθ.)
estromettere (ρ. μτβ.)
estromissione (θηλ.ουσ)
estrone (ουσ αρσ )
estroso (επίθ.)
estroversione (θηλ.ουσ)
estroverso (ουσ αρσ )
estroverso (επίθ.)
estrovertere (ρ. μτβ.)
estrovertersi (ρ.μ. (αντων.))
estrovertito (αρσ. επίθ και ουσ)
estrudere (ρ. μτβ.)
estrusione (θηλ.ουσ)
estrusivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---