Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estroversióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [estroverˈsjone]

εξωστρέφεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estroso estroverso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estrogeno (επίθ.)
estromettere (ρ. μτβ.)
estromissione (θηλ.ουσ)
estrone (ουσ αρσ )
estroso (επίθ.)
estroversione (θηλ.ουσ)
estroverso (ουσ αρσ )
estroverso (επίθ.)
estrovertere (ρ. μτβ.)
estrovertersi (ρ.μ. (αντων.))
estrovertito (αρσ. επίθ και ουσ)
estrudere (ρ. μτβ.)
estrusione (θηλ.ουσ)
estrusivo (επίθ.)
estrusore (ουσ αρσ )
estuario (ουσ αρσ )
esuberante (επίθ.)
esuberanza (θηλ.ουσ)
esulare (ρ.αμτβ.)
esulcerare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---