Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [esˈtroso], [esˈtrozo]

1 εκκεντρικός
2 καπριτσιόζικος
3 κακόκεφος
4 ευμετάβλητος
5 ναζιάρης
6 καπριτσιόζος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estrone estroversione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estrogeno (ουσ αρσ )
estrogeno (επίθ.)
estromettere (ρ. μτβ.)
estromissione (θηλ.ουσ)
estrone (ουσ αρσ )
estroso (επίθ.)
estroversione (θηλ.ουσ)
estroverso (ουσ αρσ )
estroverso (επίθ.)
estrovertere (ρ. μτβ.)
estrovertersi (ρ.μ. (αντων.))
estrovertito (αρσ. επίθ και ουσ)
estrudere (ρ. μτβ.)
estrusione (θηλ.ουσ)
estrusivo (επίθ.)
estrusore (ουσ αρσ )
estuario (ουσ αρσ )
esuberante (επίθ.)
esuberanza (θηλ.ουσ)
esulare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---