Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόestrusóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [estruˈzore] 1 εξολκέας 2 όργανο ή διάταξη που βγάζει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |