Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesulceratìvo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ezulʧeraˈtivo] 1 που προκαλεί στενοχώρια 2 εξερεθιστικός 3 ελκωτικός 4 θλιβερός 5 πικραντικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |