Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esulceratìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ezulʧeraˈtivo]

1 που προκαλεί στενοχώρια
2 εξερεθιστικός
3 ελκωτικός
4 θλιβερός
5 πικραντικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esulcerare esulcerazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estuario (ουσ αρσ )
esuberante (επίθ.)
esuberanza (θηλ.ουσ)
esulare (ρ.αμτβ.)
esulcerare (ρ. μτβ.)
esulcerativo (επίθ.)
esulcerazione (θηλ.ουσ)
esule (ουσ αρσ και θηλ.)
esule (επίθ.)
esultante (επίθ.)
esultanza (θηλ.ουσ)
esultare (ρ.αμτβ.)
esumare (ρ. μτβ.)
esumazione (θηλ.ουσ)
esuvia (θηλ.ουσ)
età (θηλ.ουσ)
etagere (θηλ.ουσ)
etano (ουσ αρσ )
etcì (ονοματ.)
etera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---