Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόetà
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [eˈta] η ηλικία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpersona [θηλ.] di mezz'età = ο μεσήλικας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |