Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eterificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [eterifiˈkare]

1 αιθεροποιώ
2 μετατρέπω αλκοόλη σε αιθέρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eterico eterificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

etcì (ονοματ.)
etera (θηλ.ουσ)
etere (ουσ αρσ )
etereo (επίθ.)
eterico (επίθ.)
eterificare (ρ. μτβ.)
eterificazione (θηλ.ουσ)
eterizzare (ρ. μτβ.)
eterizzazione (θηλ.ουσ)
eternamente (επίρ.)
eternare (ρ. μτβ.)
eternarsi (ρ.μ. (αντων.))
eternit (ουσ αρσ )
eternità (θηλ.ουσ)
eterno (ουσ αρσ )
eterno (επίθ.)
eterociclico (επίθ.)
eteroclito (επίθ.)
eterodina (θηλ.ουσ)
eterodossia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---