Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eterocìclico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,ɛteroˈʧikliko]

ετεροκυκλικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eterno eteroclito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eternarsi (ρ.μ. (αντων.))
eternit (ουσ αρσ )
eternità (θηλ.ουσ)
eterno (ουσ αρσ )
eterno (επίθ.)
eterociclico (επίθ.)
eteroclito (επίθ.)
eterodina (θηλ.ουσ)
eterodossia (θηλ.ουσ)
eterodosso (αρσ. επίθ και ουσ)
eterofillia (θηλ.ουσ)
eterofillo (επίθ.)
eterogamia (θηλ.ουσ)
eterogamo (επίθ.)
eterogeneità (θηλ.ουσ)
eterogeneo (επίθ.)
eterogenesi (θηλ.ουσ)
eteromania (θηλ.ουσ)
eteromorfismo (ουσ αρσ )
eteromorfo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---