Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόèternit, eternìt
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɛternit], [eterˈnit] 1 υλικά από αμίαντο ή αμιαντοτσιμέντο 2 αμιαντοτσιμέντο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |