Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


èternit, eternìt  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛternit], [eterˈnit]

1 υλικά από αμίαντο ή αμιαντοτσιμέντο
2 αμιαντοτσιμέντο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eternarsi eternità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eterizzare (ρ. μτβ.)
eterizzazione (θηλ.ουσ)
eternamente (επίρ.)
eternare (ρ. μτβ.)
eternarsi (ρ.μ. (αντων.))
eternit (ουσ αρσ )
eternità (θηλ.ουσ)
eterno (ουσ αρσ )
eterno (επίθ.)
eterociclico (επίθ.)
eteroclito (επίθ.)
eterodina (θηλ.ουσ)
eterodossia (θηλ.ουσ)
eterodosso (αρσ. επίθ και ουσ)
eterofillia (θηλ.ουσ)
eterofillo (επίθ.)
eterogamia (θηλ.ουσ)
eterogamo (επίθ.)
eterogeneità (θηλ.ουσ)
eterogeneo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---