Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeterogamìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [eterogaˈmia] 1 αναπαραγωγή με γαμέτες από διαφορετικά άτομα 2 ετερογαμία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |