Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eterogamìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eterogaˈmia]

1 αναπαραγωγή με γαμέτες από διαφορετικά άτομα
2 ετερογαμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eterofillo eterogamo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eterodina (θηλ.ουσ)
eterodossia (θηλ.ουσ)
eterodosso (αρσ. επίθ και ουσ)
eterofillia (θηλ.ουσ)
eterofillo (επίθ.)
eterogamia (θηλ.ουσ)
eterogamo (επίθ.)
eterogeneità (θηλ.ουσ)
eterogeneo (επίθ.)
eterogenesi (θηλ.ουσ)
eteromania (θηλ.ουσ)
eteromorfismo (ουσ αρσ )
eteromorfo (επίθ.)
eteronomia (θηλ.ουσ)
eteronomo (επίθ.)
eteroplastica (θηλ.ουσ)
eteroplastico (επίθ.)
eteropolare (επίθ.)
eterosessuale (ουσ αρσ και θηλ.)
eterosessuale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---