Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeterosessuàle
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,ɛterosessuˈale] Ετεροφυλόφιλος eterosessuàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,ɛterosessuˈale] 1 ετεροφυλοφιλικός 2 ετεροσεξουαλικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |