Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eterosessuàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,ɛterosessuˈale]

Ετεροφυλόφιλος

eterosessuàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,ɛterosessuˈale]

1 ετεροφυλοφιλικός
2 ετεροσεξουαλικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eteropolare eterosessualità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eteronomia (θηλ.ουσ)
eteronomo (επίθ.)
eteroplastica (θηλ.ουσ)
eteroplastico (επίθ.)
eteropolare (επίθ.)
eterosessuale (ουσ αρσ και θηλ.)
eterosessuale (επίθ.)
eterosessualità (θηλ.ουσ)
eterosfera (θηλ.ουσ)
eterotassia (θηλ.ουσ)
eterotermo (επίθ.)
eterotrofia (θηλ.ουσ)
eterotrofo (επίθ.)
eterozigote (ουσ αρσ )
eterozigote (επίθ.)
etesii (ουσ αρσ πληθ.)
etica (θηλ.ουσ)
etichetta (θηλ.ουσ)
etichettare (ρ. μτβ.)
etichettatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---