Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eterozigòte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,ɛteroddziˈgɔte]

ετεροζυγώτης

eterozigòte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,ɛteroddziˈgɔte]

ετερόζυγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eterotrofo etesii  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eterosfera (θηλ.ουσ)
eterotassia (θηλ.ουσ)
eterotermo (επίθ.)
eterotrofia (θηλ.ουσ)
eterotrofo (επίθ.)
eterozigote (ουσ αρσ )
eterozigote (επίθ.)
etesii (ουσ αρσ πληθ.)
etica (θηλ.ουσ)
etichetta (θηλ.ουσ)
etichettare (ρ. μτβ.)
etichettatrice (θηλ.ουσ)
etichettatura (θηλ.ουσ)
eticità (θηλ.ουσ)
etico (ουσ αρσ )
etico (επίθ.)
etilare (ρ. μτβ.)
etile (ουσ αρσ )
etilene (ουσ αρσ )
etilico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---