Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeterozigòte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,ɛteroddziˈgɔte] ετεροζυγώτης eterozigòte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,ɛteroddziˈgɔte] ετερόζυγος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |