Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


etichettatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [etikettaˈtura]

τοποθέτηση ετικετών ή επιγραφών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  etichettatrice eticità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

etesii (ουσ αρσ πληθ.)
etica (θηλ.ουσ)
etichetta (θηλ.ουσ)
etichettare (ρ. μτβ.)
etichettatrice (θηλ.ουσ)
etichettatura (θηλ.ουσ)
eticità (θηλ.ουσ)
etico (ουσ αρσ )
etico (επίθ.)
etilare (ρ. μτβ.)
etile (ουσ αρσ )
etilene (ουσ αρσ )
etilico (επίθ.)
etilismo (ουσ αρσ )
etimo (ουσ αρσ )
etimologia (θηλ.ουσ)
etimologico (επίθ.)
etimologista (ουσ αρσ και θηλ.)
etimologizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
etimologo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---