Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


etimologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [etimoloˈʤia]

ετυμολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  etimo etimologico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

etile (ουσ αρσ )
etilene (ουσ αρσ )
etilico (επίθ.)
etilismo (ουσ αρσ )
etimo (ουσ αρσ )
etimologia (θηλ.ουσ)
etimologico (επίθ.)
etimologista (ουσ αρσ και θηλ.)
etimologizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
etimologo (ουσ αρσ )
etiologia (θηλ.ουσ)
etiologico (επίθ.)
etiope (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Etiopia (κύρ.όν. θηλ.)
etiopico (ουσ αρσ )
etiopico (επίθ.)
etisia (θηλ.ουσ)
etmoidale (επίθ.)
etmoide (αρσ. επίθ και ουσ)
etnia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---