Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


etisìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [etiˈzia]

1 φυματίωση
2 φθίση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  etiopico etmoidale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

etiologico (επίθ.)
etiope (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Etiopia (κύρ.όν. θηλ.)
etiopico (ουσ αρσ )
etiopico (επίθ.)
etisia (θηλ.ουσ)
etmoidale (επίθ.)
etmoide (αρσ. επίθ και ουσ)
etnia (θηλ.ουσ)
etnico (αρσ. επίθ και ουσ)
etnografia (θηλ.ουσ)
etnografico (επίθ.)
etnografo (ουσ αρσ )
etnologia (θηλ.ουσ)
etnologico (επίθ.)
etnologo (ουσ αρσ )
etolico (αρσ. επίθ και ουσ)
etologia (θηλ.ουσ)
etologico (επίθ.)
etologo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---