Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


etnògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [etˈnɔgrafo]

1 εθνολόγος
2 εθνογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  etnografico etnologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

etmoide (αρσ. επίθ και ουσ)
etnia (θηλ.ουσ)
etnico (αρσ. επίθ και ουσ)
etnografia (θηλ.ουσ)
etnografico (επίθ.)
etnografo (ουσ αρσ )
etnologia (θηλ.ουσ)
etnologico (επίθ.)
etnologo (ουσ αρσ )
etolico (αρσ. επίθ και ουσ)
etologia (θηλ.ουσ)
etologico (επίθ.)
etologo (ουσ αρσ )
etrusco (ουσ αρσ )
etrusco (επίθ.)
etruscologia (θηλ.ουσ)
etruscologo (ουσ αρσ )
ettacordo (ουσ αρσ )
ettaedro (ουσ αρσ )
ettagonale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---