Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόetnògrafo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [etˈnɔgrafo] 1 εθνολόγος 2 εθνογράφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |