Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόetrùsco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [eˈtrusko] Ετρούσκος etrùsco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [eˈtrusko] 1 ο των Ετρούσκων 2 ετρουσκικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |