Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόettòlitro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [etˈtɔlitro] 1 μονάδα όγκου ίση με 100 λίτρα ή 3.53 κυβικά πόδια 2 εκατόλιτρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |