Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eudemonìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ewdemoˈnizmo]

ευδαιμονισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eudemonia eudemonista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eucaristia (θηλ.ουσ)
eucaristico (επίθ.)
Euclide (κύρ.όν. αρσ.)
euclideo (επίθ.)
eudemonia (θηλ.ουσ)
eudemonismo (ουσ αρσ )
eudemonista (ουσ αρσ και θηλ.)
eudemonistico (επίθ.)
eudiometria (θηλ.ουσ)
eudiometro (ουσ αρσ )
eufemismo (ουσ αρσ )
eufemistico (επίθ.)
eufonia (θηλ.ουσ)
eufonico (επίθ.)
euforbia (θηλ.ουσ)
euforia (θηλ.ουσ)
euforico (επίθ.)
euforizzante (επίθ.)
eufrasia (θηλ.ουσ)
Eufrate (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---