Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eufràsia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ewˈfrazja]

φυτό γένους euphrasia


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  euforizzante Eufrate  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eufonico (επίθ.)
euforbia (θηλ.ουσ)
euforia (θηλ.ουσ)
euforico (επίθ.)
euforizzante (επίθ.)
eufrasia (θηλ.ουσ)
Eufrate (κύρ.όν. αρσ.)
eufuismo (ουσ αρσ )
eufuista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
eugenetica (θηλ.ουσ)
eugenetico (επίθ.)
eugenia (θηλ.ουσ)
eumenidi (θηλ. ουσ πληθ.)
eunuco (αρσ. επίθ και ουσ)
eupatorio (ουσ αρσ )
eupepsia (θηλ.ουσ)
eupeptico (επίθ.)
eureka (επιφ.)
eurialino (επίθ.)
Euridice (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---