Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eupepsìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ewpepˈsia]

ευπεψία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eupatorio eupeptico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eugenetico (επίθ.)
eugenia (θηλ.ουσ)
eumenidi (θηλ. ουσ πληθ.)
eunuco (αρσ. επίθ και ουσ)
eupatorio (ουσ αρσ )
eupepsia (θηλ.ουσ)
eupeptico (επίθ.)
eureka (επιφ.)
eurialino (επίθ.)
Euridice (κύρ.όν. θηλ.)
Euripide (κύρ.όν. αρσ.)
euripideo (αρσ. επίθ και ουσ)
euristica (θηλ.ουσ)
euristico (επίθ.)
euritmia (θηλ.ουσ)
euritmico (επίθ.)
euro (ουσ αρσ )
eurocomunismo (ουσ αρσ )
eurocomunista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
eurodivisa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---