Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eurìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ewˈristiko]

1 βοηθητικός στην ανακάλυψη ή την μάθηση
2 αναφερόμενος στην διαδικασία εκμάθησης με κανόνες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  euristica euritmia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eurialino (επίθ.)
Euridice (κύρ.όν. θηλ.)
Euripide (κύρ.όν. αρσ.)
euripideo (αρσ. επίθ και ουσ)
euristica (θηλ.ουσ)
euristico (επίθ.)
euritmia (θηλ.ουσ)
euritmico (επίθ.)
euro (ουσ αρσ )
eurocomunismo (ουσ αρσ )
eurocomunista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
eurodivisa (θηλ.ουσ)
eurodollaro (ουσ αρσ )
euromercato (ουσ αρσ )
euroobbligazione (θηλ.ουσ)
europa (θηλ.ουσ)
europeismo (ουσ αρσ )
europeista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
europeistico (επίθ.)
europeizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---