Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eurodòllaro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ewroˈdɔllaro]

ευρωδολάριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eurodivisa euromercato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

euritmico (επίθ.)
euro (ουσ αρσ )
eurocomunismo (ουσ αρσ )
eurocomunista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
eurodivisa (θηλ.ουσ)
eurodollaro (ουσ αρσ )
euromercato (ουσ αρσ )
euroobbligazione (θηλ.ουσ)
europa (θηλ.ουσ)
europeismo (ουσ αρσ )
europeista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
europeistico (επίθ.)
europeizzare (ρ. μτβ.)
europeizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
europeizzazione (θηλ.ουσ)
europeo (ουσ αρσ )
europeo (επίθ.)
europio (ουσ αρσ )
eurosocialismo (ουσ αρσ )
eurosocialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---