Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eucarestìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,ɛwkaresˈtia]

1 Ευχαριστία
2 Θεία Κοινωνία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eucaliptolo eucaristia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


θρησκεία eucarestia [θηλ.] = religione η αγία κοινωνία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ettolitro (ουσ αρσ )
Ettore (κύρ.όν. αρσ.)
Eubea (κύρ.όν. θηλ.)
eucalipto (ουσ αρσ )
eucaliptolo (ουσ αρσ )
eucarestia (θηλ.ουσ)
eucaristia (θηλ.ουσ)
eucaristico (επίθ.)
Euclide (κύρ.όν. αρσ.)
euclideo (επίθ.)
eudemonia (θηλ.ουσ)
eudemonismo (ουσ αρσ )
eudemonista (ουσ αρσ και θηλ.)
eudemonistico (επίθ.)
eudiometria (θηλ.ουσ)
eudiometro (ουσ αρσ )
eufemismo (ουσ αρσ )
eufemistico (επίθ.)
eufonia (θηλ.ουσ)
eufonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---