Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόètte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɛtte] 1 κόκκος 2 κεραία (κάτι πολύ μικρό) 3 ελάχιστο μόριο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |