Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ettogràmmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ettoˈgrammo]

το εκατόγραμμο, εκατό γραμμάρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  etto ettolitro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ettagono (ουσ αρσ )
ettagono (επίθ.)
ettaro (ουσ αρσ )
ette (ουσ αρσ )
etto (ουσ αρσ )
ettogrammo (ουσ αρσ )
ettolitro (ουσ αρσ )
Ettore (κύρ.όν. αρσ.)
Eubea (κύρ.όν. θηλ.)
eucalipto (ουσ αρσ )
eucaliptolo (ουσ αρσ )
eucarestia (θηλ.ουσ)
eucaristia (θηλ.ουσ)
eucaristico (επίθ.)
Euclide (κύρ.όν. αρσ.)
euclideo (επίθ.)
eudemonia (θηλ.ουσ)
eudemonismo (ουσ αρσ )
eudemonista (ουσ αρσ και θηλ.)
eudemonistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---