Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


èttaro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛttaro]

1 μονάδα επιφάνειας ίση με 2.47 ακρ
2 μονάδα επιφάνειας ίση με 10 στρέμματα
3 εκτάριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ettagono ette  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ettacordo (ουσ αρσ )
ettaedro (ουσ αρσ )
ettagonale (επίθ.)
ettagono (ουσ αρσ )
ettagono (επίθ.)
ettaro (ουσ αρσ )
ette (ουσ αρσ )
etto (ουσ αρσ )
ettogrammo (ουσ αρσ )
ettolitro (ουσ αρσ )
Ettore (κύρ.όν. αρσ.)
Eubea (κύρ.όν. θηλ.)
eucalipto (ουσ αρσ )
eucaliptolo (ουσ αρσ )
eucarestia (θηλ.ουσ)
eucaristia (θηλ.ουσ)
eucaristico (επίθ.)
Euclide (κύρ.όν. αρσ.)
euclideo (επίθ.)
eudemonia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---