Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόèttaro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɛttaro] 1 μονάδα επιφάνειας ίση με 2.47 ακρ 2 μονάδα επιφάνειας ίση με 10 στρέμματα 3 εκτάριο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |