Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


etiològico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [etjoˈlɔʤiko]

αιτιολογικός (χρησιμοποίησε καλύτερα το eziologico)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  etiologia etiope  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

etimologico (επίθ.)
etimologista (ουσ αρσ και θηλ.)
etimologizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
etimologo (ουσ αρσ )
etiologia (θηλ.ουσ)
etiologico (επίθ.)
etiope (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Etiopia (κύρ.όν. θηλ.)
etiopico (ουσ αρσ )
etiopico (επίθ.)
etisia (θηλ.ουσ)
etmoidale (επίθ.)
etmoide (αρσ. επίθ και ουσ)
etnia (θηλ.ουσ)
etnico (αρσ. επίθ και ουσ)
etnografia (θηλ.ουσ)
etnografico (επίθ.)
etnografo (ουσ αρσ )
etnologia (θηλ.ουσ)
etnologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---