Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόètimo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɛtimo] 1 πρώτη ρίζα λέξης που δηλώνει και την αρχική της σημασία 2 έτυμον permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |