Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


etilìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [etiˈlizmo]

αλκοολισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  etilico etimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

etico (επίθ.)
etilare (ρ. μτβ.)
etile (ουσ αρσ )
etilene (ουσ αρσ )
etilico (επίθ.)
etilismo (ουσ αρσ )
etimo (ουσ αρσ )
etimologia (θηλ.ουσ)
etimologico (επίθ.)
etimologista (ουσ αρσ και θηλ.)
etimologizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
etimologo (ουσ αρσ )
etiologia (θηλ.ουσ)
etiologico (επίθ.)
etiope (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Etiopia (κύρ.όν. θηλ.)
etiopico (ουσ αρσ )
etiopico (επίθ.)
etisia (θηλ.ουσ)
etmoidale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---