Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eteromorfìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eteromorˈfizmo]

ετερομορφισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eteromania eteromorfo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eterogamo (επίθ.)
eterogeneità (θηλ.ουσ)
eterogeneo (επίθ.)
eterogenesi (θηλ.ουσ)
eteromania (θηλ.ουσ)
eteromorfismo (ουσ αρσ )
eteromorfo (επίθ.)
eteronomia (θηλ.ουσ)
eteronomo (επίθ.)
eteroplastica (θηλ.ουσ)
eteroplastico (επίθ.)
eteropolare (επίθ.)
eterosessuale (ουσ αρσ και θηλ.)
eterosessuale (επίθ.)
eterosessualità (θηλ.ουσ)
eterosfera (θηλ.ουσ)
eterotassia (θηλ.ουσ)
eterotermo (επίθ.)
eterotrofia (θηλ.ουσ)
eterotrofo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---