Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeterificazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [eterifikatˈtsjone] 1 αιθεροποίηση 2 μετατροπή αλκοόλης σε αιθέρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |