Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ètere  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛtere]

1 ουρανός
2 αιθέρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  etera etereo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

età (θηλ.ουσ)
etagere (θηλ.ουσ)
etano (ουσ αρσ )
etcì (ονοματ.)
etera (θηλ.ουσ)
etere (ουσ αρσ )
etereo (επίθ.)
eterico (επίθ.)
eterificare (ρ. μτβ.)
eterificazione (θηλ.ουσ)
eterizzare (ρ. μτβ.)
eterizzazione (θηλ.ουσ)
eternamente (επίρ.)
eternare (ρ. μτβ.)
eternarsi (ρ.μ. (αντων.))
eternit (ουσ αρσ )
eternità (θηλ.ουσ)
eterno (ουσ αρσ )
eterno (επίθ.)
eterociclico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---