Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


etàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈtano]

αιθάνιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  etagere etcì  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esumare (ρ. μτβ.)
esumazione (θηλ.ουσ)
esuvia (θηλ.ουσ)
età (θηλ.ουσ)
etagere (θηλ.ουσ)
etano (ουσ αρσ )
etcì (ονοματ.)
etera (θηλ.ουσ)
etere (ουσ αρσ )
etereo (επίθ.)
eterico (επίθ.)
eterificare (ρ. μτβ.)
eterificazione (θηλ.ουσ)
eterizzare (ρ. μτβ.)
eterizzazione (θηλ.ουσ)
eternamente (επίρ.)
eternare (ρ. μτβ.)
eternarsi (ρ.μ. (αντων.))
eternit (ουσ αρσ )
eternità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---