Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesumazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ezumatˈtsjone] 1 εκταφή 2 ξεθάψιμο 3 εκσκαφή 4 ξέθαμμα 5 σκάψιμο 6 ξέχωμα 7 βγάλσιμο στο φως permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |