Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esumazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ezumatˈtsjone]

1 εκταφή
2 ξεθάψιμο
3 εκσκαφή
4 ξέθαμμα
5 σκάψιμο
6 ξέχωμα
7 βγάλσιμο στο φως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esumare esuvia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esule (επίθ.)
esultante (επίθ.)
esultanza (θηλ.ουσ)
esultare (ρ.αμτβ.)
esumare (ρ. μτβ.)
esumazione (θηλ.ουσ)
esuvia (θηλ.ουσ)
età (θηλ.ουσ)
etagere (θηλ.ουσ)
etano (ουσ αρσ )
etcì (ονοματ.)
etera (θηλ.ουσ)
etere (ουσ αρσ )
etereo (επίθ.)
eterico (επίθ.)
eterificare (ρ. μτβ.)
eterificazione (θηλ.ουσ)
eterizzare (ρ. μτβ.)
eterizzazione (θηλ.ουσ)
eternamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---