Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


èsule  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛzule]

εξόριστος

èsule  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛzule]

εκτοπισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esulcerazione esultante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esuberanza (θηλ.ουσ)
esulare (ρ.αμτβ.)
esulcerare (ρ. μτβ.)
esulcerativo (επίθ.)
esulcerazione (θηλ.ουσ)
esule (ουσ αρσ και θηλ.)
esule (επίθ.)
esultante (επίθ.)
esultanza (θηλ.ουσ)
esultare (ρ.αμτβ.)
esumare (ρ. μτβ.)
esumazione (θηλ.ουσ)
esuvia (θηλ.ουσ)
età (θηλ.ουσ)
etagere (θηλ.ουσ)
etano (ουσ αρσ )
etcì (ονοματ.)
etera (θηλ.ουσ)
etere (ουσ αρσ )
etereo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---