Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esulceràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ezulʧeˈrare]

1 πικραίνω
2 γεμίζω έλκη
3 θλίβω
4 φαρμακώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esulare esulcerativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estrusore (ουσ αρσ )
estuario (ουσ αρσ )
esuberante (επίθ.)
esuberanza (θηλ.ουσ)
esulare (ρ.αμτβ.)
esulcerare (ρ. μτβ.)
esulcerativo (επίθ.)
esulcerazione (θηλ.ουσ)
esule (ουσ αρσ και θηλ.)
esule (επίθ.)
esultante (επίθ.)
esultanza (θηλ.ουσ)
esultare (ρ.αμτβ.)
esumare (ρ. μτβ.)
esumazione (θηλ.ουσ)
esuvia (θηλ.ουσ)
età (θηλ.ουσ)
etagere (θηλ.ουσ)
etano (ουσ αρσ )
etcì (ονοματ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---