Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esuberànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ezubeˈrante]

1 πλεονασματικός
2 πλουσιοπάροχος
3 υπερβολικός
4 άφθονος
5 υπεράφθονος
6 ζωντανός
7 σφριγηλός
8 ζωηρός
9 δραστήριος
10 γεμάτος κίνηση και δράση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estuario esuberanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estrudere (ρ. μτβ.)
estrusione (θηλ.ουσ)
estrusivo (επίθ.)
estrusore (ουσ αρσ )
estuario (ουσ αρσ )
esuberante (επίθ.)
esuberanza (θηλ.ουσ)
esulare (ρ.αμτβ.)
esulcerare (ρ. μτβ.)
esulcerativo (επίθ.)
esulcerazione (θηλ.ουσ)
esule (ουσ αρσ και θηλ.)
esule (επίθ.)
esultante (επίθ.)
esultanza (θηλ.ουσ)
esultare (ρ.αμτβ.)
esumare (ρ. μτβ.)
esumazione (θηλ.ουσ)
esuvia (θηλ.ουσ)
età (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---