Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esultàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ezulˈtare]

1 τέρπω
2 χαίρομαι πολύ
3 τέρπομαι
4 αγαλλιάζω
5 αναγαλλιάζω
6 ευφραίνομαι
7 αγάλλομαι
8 ευφραίνω
9 ευχαριστώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esultanza esumare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esulcerazione (θηλ.ουσ)
esule (ουσ αρσ και θηλ.)
esule (επίθ.)
esultante (επίθ.)
esultanza (θηλ.ουσ)
esultare (ρ.αμτβ.)
esumare (ρ. μτβ.)
esumazione (θηλ.ουσ)
esuvia (θηλ.ουσ)
età (θηλ.ουσ)
etagere (θηλ.ουσ)
etano (ουσ αρσ )
etcì (ονοματ.)
etera (θηλ.ουσ)
etere (ουσ αρσ )
etereo (επίθ.)
eterico (επίθ.)
eterificare (ρ. μτβ.)
eterificazione (θηλ.ουσ)
eterizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---