Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόestromissióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [estromisˈsjone] 1 αποβολή 2 εκδίωξη 3 αποδιωγμός 4 εξοβελισμός 5 αποπομπή 6 διώξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |