Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estrèmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈtrɛmo]

το άκρο

estrèmo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [esˈtrɛmo]

ακραίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estremità estrinsecare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Estremo Oriente [αρσ.] = η Άπω Ανατολή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estremamente (επίρ.)
estremismo (ουσ αρσ )
estremista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
estremistico (επίθ.)
estremità (θηλ.ουσ)
estremo (ουσ αρσ )
estremo (επίθ.)
estrinsecare (ρ. μτβ.)
estrinsecarsi (ρ.μ. (αντων.))
estrinsecazione (θηλ.ουσ)
estrinseco (επίθ.)
estro (ουσ αρσ )
estroflessione (θηλ.ουσ)
estrogeno (ουσ αρσ )
estrogeno (επίθ.)
estromettere (ρ. μτβ.)
estromissione (θηλ.ουσ)
estrone (ουσ αρσ )
estroso (επίθ.)
estroversione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---