Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estrazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [estratˈtsjone]

1 μετάλλευση
2 μεταλλεία
3 σκάψιμο
4 εξόρυξη
5 έλξη
6 φύτρα
7 προέλευση
8 προσέλκυση
9 καταγωγή
10 λατόμευση
11 εξαγωγή
12 βγάλσιμο
13 τράβηγμα
14 απόσπαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estrattore estrema  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estraterritoriale (επίθ.)
estrattivo (αρσ. επίθ και ουσ)
estratto (ουσ αρσ )
estratto (επίθ.)
estrattore (ουσ αρσ )
estrazione (θηλ.ουσ)
estrema (θηλ.ουσ)
estremamente (επίρ.)
estremismo (ουσ αρσ )
estremista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
estremistico (επίθ.)
estremità (θηλ.ουσ)
estremo (ουσ αρσ )
estremo (επίθ.)
estrinsecare (ρ. μτβ.)
estrinsecarsi (ρ.μ. (αντων.))
estrinsecazione (θηλ.ουσ)
estrinseco (επίθ.)
estro (ουσ αρσ )
estroflessione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---