Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estralegàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [estraleˈgale]

1 εξώδικος (χρησιμοποίησε καλύτερα το extralegale)
2 μη ρυθμιζόμενος από νόμο (χρησιμοποίησε καλύτερα το extralegale)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estrale estraneità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estradotale (επίθ.)
estragalattico (επίθ.)
estragiudiziale (επίθ.)
estraibile (επίθ.)
estrale (επίθ.)
estralegale (επίθ.)
estraneità (θηλ.ουσ)
estraneo (ουσ αρσ )
estraneo (επίθ.)
estraniare (ρ. μτβ.)
estraniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
estraparlamentare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
estrapolare (ρ. μτβ.)
estrapolazione (θηλ.ουσ)
estrarre (ρ. μτβ.)
estraterritoriale (επίθ.)
estrattivo (αρσ. επίθ και ουσ)
estratto (ουσ αρσ )
estratto (επίθ.)
estrattore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---