Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estrapolazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [estrapolatˈtsjone]

εξαγωγή συμπερασματική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estrapolare estrarre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estraneo (επίθ.)
estraniare (ρ. μτβ.)
estraniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
estraparlamentare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
estrapolare (ρ. μτβ.)
estrapolazione (θηλ.ουσ)
estrarre (ρ. μτβ.)
estraterritoriale (επίθ.)
estrattivo (αρσ. επίθ και ουσ)
estratto (ουσ αρσ )
estratto (επίθ.)
estrattore (ουσ αρσ )
estrazione (θηλ.ουσ)
estrema (θηλ.ουσ)
estremamente (επίρ.)
estremismo (ουσ αρσ )
estremista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
estremistico (επίθ.)
estremità (θηλ.ουσ)
estremo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---