Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estrapolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [estrapoˈlare]

1 συμπεραίνω
2 εξάγω συμπερασματικά
3 συνάγω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estraparlamentare estrapolazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estraneo (ουσ αρσ )
estraneo (επίθ.)
estraniare (ρ. μτβ.)
estraniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
estraparlamentare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
estrapolare (ρ. μτβ.)
estrapolazione (θηλ.ουσ)
estrarre (ρ. μτβ.)
estraterritoriale (επίθ.)
estrattivo (αρσ. επίθ και ουσ)
estratto (ουσ αρσ )
estratto (επίθ.)
estrattore (ουσ αρσ )
estrazione (θηλ.ουσ)
estrema (θηλ.ουσ)
estremamente (επίρ.)
estremismo (ουσ αρσ )
estremista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
estremistico (επίθ.)
estremità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---