Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estragalàttico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [estragaˈlattiko]

εξωγαλακτικός (χρησιμοποίησε καλύτερα το extragalattico)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estradotale estragiudiziale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estorsione (θηλ.ουσ)
estradare (ρ. μτβ.)
estradizione (θηλ.ουσ)
estradosso (ουσ αρσ )
estradotale (επίθ.)
estragalattico (επίθ.)
estragiudiziale (επίθ.)
estraibile (επίθ.)
estrale (επίθ.)
estralegale (επίθ.)
estraneità (θηλ.ουσ)
estraneo (ουσ αρσ )
estraneo (επίθ.)
estraniare (ρ. μτβ.)
estraniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
estraparlamentare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
estrapolare (ρ. μτβ.)
estrapolazione (θηλ.ουσ)
estrarre (ρ. μτβ.)
estraterritoriale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---