Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Estònia
κύριο όνομα θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [esˈtɔnja]

Εσθονία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estone estorcere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estirpazione (θηλ.ουσ)
estivare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
estivazione (θηλ.ουσ)
estivo (επίθ.)
estone (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Estonia (κύρ.όν. θηλ.)
estorcere (ρ. μτβ.)
estorsione (θηλ.ουσ)
estradare (ρ. μτβ.)
estradizione (θηλ.ουσ)
estradosso (ουσ αρσ )
estradotale (επίθ.)
estragalattico (επίθ.)
estragiudiziale (επίθ.)
estraibile (επίθ.)
estrale (επίθ.)
estralegale (επίθ.)
estraneità (θηλ.ουσ)
estraneo (ουσ αρσ )
estraneo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---