Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόestòrcere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [esˈtɔrʧere] 1 αποσπώ (κάτι από κάποιον) 2 εκβιάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |